Η πόλη της Άρτας και ιδιαιτέρως η ενορία του Μητροπολιτικού ναού Αγίου Δημητρίου τίμησε την μνήμη δύο Τοπικών Αγίων της, των Αγίων Αυταδέλφων Αποστόλου και Θεοχάρους.
Το εσπέρας της Τρίτης του Πάσχα εψάλλη Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Καλλινίκου, πίσω του Ιερού Βήματος του Ι.Ν. Αγίας Σοφίας Άρτης και στο χώρο όπου είχε ενταφιαστεί ο ένας εκ των δύο τοπικών μας Αγίων, ο Απόστολος.
Εν συνεχεία με λιτανευτική πομπή συνοδεύοντας η Φιλαρμονική του Μ/Φ Συλλόγου Άρτας «Ο ΣΚΟΥΦΑΣ», η εικόνα των Αγίων Αυταδέλφων μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου όπου και έγινε η τελετή της αρτοκλασίας.
Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε «στην αγωνιστικότητα των Αγίων, που είναι η προϋπόθεση για την Ανάσταση και την αιώνια ζωή».
Παρέστησαν οι κ.κ.: Αντιδήμαρχος Αρταίων Μιχαήλ Βλάχος και ο Διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου Άρτης Βασίλειος Μπαλάσκας.
Λόγω των έργων αποκατάστασης του παλαιού Μητροπολιτικού ναού της Αγίας Σοφίας δεν κατέστη δυνατό να γίνουν εκεί οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν των Αγίων Αποστόλου και Θεοχάρους.
Την κυριώνυμο ημέρα εψάλλη ο αναστάσιμος όρθρος και η πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Άρτης κ.κ Καλλινίκου, συνπροσευχομένου εκ του Ιερού Βήματος του Σεβ. πρώην Άρτης κ.κ. Ιγνατίου και πλειάδος ιερέων της πόλεως Άρτης και περιχώρων.
Σὲ κάθε ἐποχὴ ὁ Θεὸς ἀναδεικνύει ἁγίους ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ζουν στις ἴδιες συνθῆκες ζωῆς με ὅλους τοὺς ἄλλους συνανθρώπους τους, οἱ ἴδιοι «ἀγωνιζόμενοι τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοὶ φάροι τὸν κόσμο τὸν ὁποῖο καὶ διακονοὺν ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μας.
Σὲ μία ἐποχὴ δυσκολη για ὅλο τὸ γένος μας (τέλος τοῦ 18ου ἀρχὲς τοῦ 19ου αἱ.) ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν εὐλογία Τοῦ στην πόλη μας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ἀσκηθούν, να διδάξουν καὶ να ἁγιάσουν δύο κατὰ σάρκα ἀδέλφια οἱ ὅσιοι Θεοχαρῇς καὶ Ἀπόστολος.
Ἡ καταγωγή. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοὺς
Οἱ Ὅσιοι αὐτάδελφοι Θεοχάρης καὶ Ἀπόστολος ἤταν παιδιὰ τοῦ εὐσεβῆ ἱερέα Γεωργίου Ντούϊα, ἐφημερίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Άρτας, καὶ τῆς ἐνάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινῆς. Ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε τρεῖς γιους (ὁ τρίτος λεγόταν Κωνσταντῖνος), τοὺς ὁποίους ἀναθρέψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Ὁ μεγαλύτερος γιος τοὺς ὁ Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760) διέθετε μεγάλη ἔφεση για τὰ γράμματα. Διδάχθηκε τὴν «θύραθεν σοφία» στην περιφήμη τότε σχολὴ τῆς Ἀρτας, τῇ Σχολῇ Μανωλάκη Καστοριώτη. Ἐκεῖ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διδάσκε ὁ μεγάλος δάσκαλος καὶ ἱεροψάλτης, Δημήτριος Οἰκονομόπουλος Βενδραμὴς ἀπὸ τὸ Μεσολλόγι. Στῇ σχολὴ διδάσκονταν ὁ ὅσιος Θεοχαρῇς, ἀλλὰ ὁ ἴδιός με τὴν ἁγία τοῦ ζωὴ καί τις θεόπνευστες παραινέσεις διδάσκε τοὺς συμμαθητὲς τοῦ, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους παρακινήθηκαν καὶ ἔγιναν ἱερεῖς καὶ μοναχοί. Ἀπὸ τὴν ἡλικία αὐτὴ φανερώθηκε ἡ δύναμη καὶ ἡ πειθὼ τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἔβγαινε φυσικὰ ἀπὸ μιᾷ καρδίᾳ που τῇ φλόγιζε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τὸν δὲ «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Ἀποστολο ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του.
Μαζί με τοὺς γονεῖς καμάρωνε καὶ ὁ Μητροπολίτης τὴν πρόοδο τῶν νέων αὐτῶν καὶ προσδοκοῦσε να λαμπρύνουν τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία με τὴν ἀποφάσῃ τοὺς να ἱερωθούν.
Ὅταν τελείωσε τις σπουδὲς τοῦ ὁ Θεοχάρης, ἡ οἰκογένεια τοῦ σεβαστοῦ Ἱερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατὰ παραχωρήση Θεοῦ, δοκιμάστηκε. Ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ καὶ οἱ δύο γονεῖς, ὁ ἱερέας Γεωργιος καὶ ἡ πρεσβυτέρα Φωτεινή. Ἔφυγαν ὅμως εἰρηνικοὶ ἀπ΄τὸν κόσμο αὐτὸ γιατὶ ὄσο μπόρεσαν ἔκαναν τὸ χρέος τοὺς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τοὺς ἀφήνοντας πίσω στα παιδιὰ τοὺς μιᾷ σημαντικῇ περιουσίᾳ καὶ κληρονομία.
Καὶ ἡ περιουσία αὐτή, ποὺ μπόρεσαν καὶ μετέδωσαν στα παιδιὰ τούς, ἤταν ἡ ἀληθινὴ καὶ γνήσια πιστὴ τούς, ἡ ἁγία ζωὴ τοὺς καὶ ἡ κατὰ Θεὸν πορεία πάνω στις ἀξίες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδας.
Ὁ Θεοχάρης καὶ ὁ Ἀπόστολος, ως μεγαλύτεροι ἀδελφοί, μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων τοὺς φροντίσαν τὸν μικροτερο ἀδελφὸ τοὺς Κωνσταντίνο. Ὅταν ἀνδρώθηκε φροντίσαν να νυμφευθεῖ. Ἀπὸ τὸ γάμο αὐτό με τὴν Σωσσάνη ἀπέκτησε δύο γιους, τὸν Γεωργιο καὶ τὸν Θεοχάρη. Οἱ ἴδιοι, ἀφοῦ ἀποκατέστησαν τὸν ἀδελφὸ τοὺς Κωνσταντίνο στο πατρικὸ τοὺς σπίτι, ἀποσύρθηκαν σὲ ἕνα μικρὸ σπιτάκι κοντὰ στο ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας «ἀπαρνηθέντες τὰ ἐγκόσμια».
Ὅμαιμοι καὶ Ὁμόσκηνοι
Ὁ πρῶτος βιογράφος τούς, ἀρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κάτω Παναγιάς, ἀναφέρει ὅτι τὸ ψωμὶ τὸ ἔβαζαν σὲ ἕνα πήλινο σκεῦός με μικρὸ ἄνοιγμα (ἴσα που να χωρεῖ τὸ ἕνα χέρι) για να ὑπογραμμίσει τὸ λιτὸν τῆς τροφῆς τους.
Ἐνῶ δεν εἴχαν μοναχικὸ σχῆμα καὶ δεν εἴχαν καρεῖ μοναχοὶ ἔκαναν καὶ τηροῦσάν με ἀκρίβεια τὸν κανόνα τοῦ μεγαλοσχημου μοναχοῦ. Κοινωνοῦσαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ ἀκολουθοῦσαν τῇ ζωῇ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν πατέρων καὶ ἀσκητῶν τῆς ἐποχῆς τοὺς τὸ πνεῦμα τῶν ὁποίων πέρασε σ΄αὐτοὺς καί με τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλού.
Ἀπὸ τὸ μικρὸ σπιτάκι τοὺς δεν ἔβγαιναν παρὰ μόνο ὅταν εἴχαν ἀπολύτη ἀνάγκη καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον τούς, ὑποχρέωνε σὲ διακονία καὶ προσφορά. Ἔτσι ὁ Θεοχάρης διδάσκε τὰ πρῶτα γράμματα στα Ἀρτηνόπουλα στο μικρὸ καὶ εκκλησάκι τῆς Παναγίας τῆς Κασσοπίτρας μέχρι τὸ 1818. Ἐκεῖ δεν τοὺς μάθαινε μόνο ξερὰ γράμματα καὶ δεν τοὺς μετέδιδε μοναχὰ στεῖρες γνώσεις ἀλλὰ ἐπλάθε κυρίως τὴν ψυχὴ τοὺς ποτίζοντας τά με τὸ καθάριο νερὸ τῆς πίστεως καὶ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀναβοντας μέσα τοὺς τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἑρμῆ καὶ δούλα πατρίδα. Δεν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπ΄αὐτὸν τὸν δάσκαλο βγαίνει σπουδαῖος μαθητής, ὁ ἐθνεγέρτης καὶ ἀρχηγὸς τῆς Φιλικῆς Ἐτερείας, ὁ ἐκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Ἀλήθεια ποῖος μπορεῖ να μετρήσει τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας δασκάλου καὶ μαθητὴ μέσα στῇ διαδικασία μεταγγισης ζωῆς; Ποῖος μπορεῖ να σκιαγραφήσει, ἔστω καὶ κατ΄ὀλίγον, τὶ συνέβαινε στην ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Σκουφά, ἀκούγοντας τὸ φλογερὸ δάσκαλο;
Σημαντικὸ τὸ ἔργο τοῦ ὁσίου Θεοχαρῇ καὶ μεγάλη ἡ πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ Ἀρτηνοὺ λαοῦ ἀπό τις θεοπνευστες ἐπίσης ὁμιλίες τοῦ στο μονύδριο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
Ὁ Ὅσιος Θεοχαρῇς προσέφερε ἀφιλοκερδὼς καὶ ἀκούραστά τις ὑπηρεσίες τοῦ στην Μητρόπολη Ἄρτης ὅταν Ἀρχιερατικὸς ἐπιτρόπος ἤταν ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Θεοτοκίου Βενέδικτος «ὁ μεγαλοπρεπὴς καὶ ἐλεήμων». Ὁ Βενέδικτος ἐκτιμῶντας τὴν μεγάλη αὐτὴ καὶ ἁγία προσωπικότητα τὸν κάλεσε να ἐργαστεῖ ὡς γραμματέας του. Ὁ Θεοχάρης παρὰ τὸ φόρτο καὶ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας αὐτῆς οὐδέποτε παραπονέθηκε καὶ ἀρνήθηκε κάτι, παρὰ μόνο σὲ περιπτώσεις διαζυγίου, ἀφορισμοὺ καὶ τιμωρίας ἱερέα. Ἡ ἁγία τοῦ ψυχὴ καὶ ἡ συνείδησή του δεν τὸ ἄντεχε, γι’αὐτὸ προσποιούνταν τὸν ἄῤῥωστο καὶ κατέφευγε στο ἀγαπητὸ του κελλὶ ὅπου ἔβρισκε παρηγορία στην προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ στις πολυάριθμες μετανοιες.
Ὁ Βενέδικτος μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τοῦ Ἁγίου, κατάλαβε ὅτι ὁ Θεοχάρης δεν ἤταν γι’ αὐτὴ τῇ δουλείᾳ καὶ τὸν ἁπάλλαξε ἀπὸ τὰ καθήκοντά του δίνοντας τὸ χρόνο ὅλο για προσευχὴ καὶ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στην ἀσκητικὴ αὐτὴ πορεία, συνοδοιπόρος καὶ συνασκητῆς ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ἀδελφὸς κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα τοῦ Ὁσίου Θεοχάρη.
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι οἱ ἅγιοι εἴχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεῖα) για νερό. Κατὰ τῇ νύκτα πήγαιναν τῇ μία στάμνα στο πηγάδι που τῇ γέμιζαν οἱ γυναῖκες τὴν ἡμέρα. Τὸ βραδὺ πήγαινε ἔνας ἀπ’ αὐτοὺς τὴν ἔπαιρνε καὶ ἄφηνε για γέμισμα τὴν ἄλλη στάμνα. Κι αὐτὸ τὸ ἔκαμαν γιατὶ ἤταν ἐραστὲς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς. Με αὐτὴ τοὺς τῇ στάσῃ καὶ προσευχὴ συμπαραστάθηκαν δυναμικὰ στο λαὸ τῆς πόλης κατὰ τῇ διαρκεια τῶν μεγάλων καὶ θανατηφόρων ἐπιδημιῶν πανώλης (πανούκλας) που ἐνέσκυψαν στην Ἀρτα, ἡ πρώτη στις 2 Μαΐου τοῦ 1816 καὶ ἡ δεύτερη τὸ 1823.
Οἱ δύο ἀδελφοὶ δεν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν πόλη ἀλλὰ νυχθήμερον κλεισμένοι στο ἐρημητήριο τοὺς προσεύχονταν μέχρι που ὁ Θεὸς καὶ διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, τοῦ ὁποίου τὴν κᾶρα ἔφεραν καὶ λιτάνευσαν οἱ Ἀρτηνοί, ἀπομάκρυναν τὸ θανατικὸ καὶ ὁ λαὸς ξαναγύρισε στα σπίτια τούς. Μὲ τῇ στάσῃ τοὺς αὐτοὶ οἱ ἅγιοι αὐτάδελφοι ἔδωσαν δύναμη καὶ κουράγιο στους κατοίκους τῆς πόλης οἱ ὁποῖοι πλέον με πολὺ σεβασμὸ τιμούσαν αὐτούς.
Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου Θεοχάρους
Ὁ Θεοχάρης προγνωρίζει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ παρακαλεῖ τὸν αὐτάδελφό του καὶ συναθλητῇ Ἀποστολο να εἰδοποιήσει τὸν ἱερέα να ἔλθει να τὸν κοινωνήσει τὴν δωδεκάτη μεσημβρινὴ ὥρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ὁ ἱερέας με θλίψη καὶ σεβασμὸ ἔρχεται στο μικρὸ σπιτάκι ὅπου ὁ ὅσιος Θεοχάρης με ἰδιαίτερη εὐλάβεια κοινωνεῖ για τελευταία φορὰ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Μετὰ δινεῖ τις τελευταῖες ὁδηγίες καὶ ἐπιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον».
Τὸν παρακαλεῖ πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τὸν ἴδιο ζῆλο τὴν ἴδια φιλόθεη καὶ φιλάνθρωπη ἀσκητικὴ ζωή. Ἐπιθυμία τοῦ εἶναι στην κηδεία τοῦ να παραστεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης, να ἐνταφιασθεῖ στον ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ οὐδέποτε να γίνει ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ. Τὴν οἰκεία τοῦ τέλος δωρίζει στον ἱερὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας ὅπου ἐφημέρευε ὁ πατέρας τοῦ καὶ ὅπου ἐκεῖ ὁ ἴδιος εἶχέ τις πρῶτες καὶ σημαντικὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες.
Ἡ ἀγγελία τοῦ θανάτου τοῦ τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 1828 προκάλεσε ὀδύνη καὶ θλίψη στον ἀρτηνὸ λαό πού με σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ἔτρεξαν ἅπαντες στην ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ στην ὁποία χοροστάτησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἄρτης Νεόφυτος. Ὁ Νεόφυτος με λόγια ἁπλὰ καὶ συγκινητικὰ ἐκφώνησε ἐπικήδειο λόγο, ἀνέφερε τις ἀρετές, τὴν πιστὴ καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ Θεοχάρους καὶ προέτρεψε τοὺς πιστοὺς να μιμηθοὺν τὴν ἁγία του ζωή. Ὁ ἴδιος εὐχήθηκε για τὸν ἑαυτὸ τοῦ να τύχει τέτοιας μεγάλης εὐλογίας καὶ να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικὰ τὴν ἄλλη χρονιά, τὸ 1829, τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον καὶ ὁ σεμνὸς αὐτὸς Ἱεράρχης.
Στην κηδεία τοῦ Ὁσίου συνέβησαν «ἐξαίσια καὶ μεγάλα θαύματα». Οἱ τέσσερις λαμπάδες τοῦ νεκροκρέβατου κατὰ τὴν νεκρικὴ πομπὴ ἐνῶ ἤταν σβησμένες, ἀνάψαν, καὶ ἀῤῥήτη εὐωδία σκόρπισε τὸ ἅγιο σκήνωμά του. Ἡ εὐωδία αὐτὴ πλημμύρισε καὶ τὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀναργύρων ἀλλὰ καὶ τὸ μικρὸ σπιτάκι που ζοῦσε ὁ Ἅγιος. Ἄλλη μαρτυρία ἐπίσης ἀναφέρει, ὅτι κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας, ἀνάψαν ἀπὸ μόνα τοὺς τὰ κεριὰ τοῦ πολυελαίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, θαῦμα καὶ πιστοποιήσῃ ἀπὸ τὸ Θεὸ τῆς ἁγίας καὶ φωτεινῆς ζωῆς τοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στο κοιμητήριο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, στο χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς νοτίας πλευρὰς τοῦ ναοῦ.
Κατὰ τὸ 1866 ὅταν ἡγούμενος τοῦ μονυδρίου ἱερομόναχος Κορνήλιος, ἀνακαίνισε τὸ μονύδριο, βρῆκε στο χῶρο αὐτὸ κάτω ἀπὸ μιᾷ πλάκα σκεπασμένη τὴν «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄῤῥητον εὐωδίαν». Ἀφοῦ τὴν προσκύνησε εὐλαβικὰ τὴν κάλυψε ὅπως ἀρχικὰ ἤταν, σεβόμενος τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι ὁ χῶρος τῆς ταφῆς τοῦ ἁγίου παραμένει μέχρι σήμερα ἀπείρακτος.
Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου
Δεκαεπτὰ χρόνια ζει μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου αὐταδέλφου τοῦ Θεοχάρη, κοντὰ στον ἄλλο τοὺς ἀδελφὸ Κωνσταντίνο τὴν ἴδια θεοφιλῆ ζωή.
Ὅταν καὶ ὁ ἴδιος προεῖδε τὸ τέλος τοῦ παρακάλεσε τὸν ἀδελφὸ τοῦ να ταφεῖ χωρὶς τιμὲς στο κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Σοφίας. Πραγματικὰ ὅταν παρέδωσε τὴν ψυχὴ τοῦ στον Κύριο κατὰ τὸ ἔτος 1845, τὸ λειψανό του ἐνταφιάσθηκε στο κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Σοφίας στο χῶρο πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ ναοῦ. Τρεις μέρες μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ὁσίου Ἀποστόλου εὐσεβεῖς γυναῖκες πήγαν στον τάφο –ὅπως εἶναι συνήθεια μέχρι σήμερα, να ῥίξουν νερὸ καὶ να τὸν καλλωπίσουν. Ἔκπληκτες βρέθηκαν μπροστὰ σ΄ἕνα ἀπρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄῤῥητον εὐωδίαν», πρᾶγμά που φανέρωνε ἐκ Θεοῦ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Ἀποστόλου.
Ἡ Τιμὴ τῶν Ἁγίων
Ἡ μνήμη τῶν ὁσίων αὐταδέλφων παρέμεινε ἀνεξάληπτη στους κατοίκους τῆς πόλεως τῆς Ἀρτας οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους, τοὺς τιμούσαν ὡς Ἁγίους μνημονεύοντας τους κατὰ τὴν Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου Ἑβδομάδος (Πάσχα).